- γενέτειρα
- ηο τόπος γέννησης, η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Κάθε φορά που πηγαίνω στη γενέτειρά μου συγκινούμαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γενετείρᾳ — γενετείρᾱͅ , γενέτειρα mother fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειρα — mother fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειρα — η (AM γενέτειρα) (θηλ. τού γενετήρ*) η μητέρα νεοελλ. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου αρχ. 1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.) 2. η θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τειρα < *γενε τερ yα από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρ. γεν τού… … Dictionary of Greek
γενετείρας — γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem acc pl γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετείρῃ — γενέτειρα mother fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειραι — γενέτειρα mother fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειραν — γενέτειρα mother fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek